- ἀκμαῖος
- ἀκμαῖοςin full bloommasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακμαίος — α, ο (Α ἀκμαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας νεοελλ. 1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει 2. (για καρπούς) ο ώριμος αρχ. αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ακμαίος — α, ο αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ζωντάνια: Νιώθει τις δυνάμεις του ακμαίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκμαῖον — ἀκμαῖος in full bloom masc acc sg ἀκμαῖος in full bloom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαῖα — ἀκμαῖος in full bloom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαῖαι — ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαῖε — ἀκμαῖος in full bloom masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαῖοι — ἀκμαῖος in full bloom masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαιότερον — ἀκμαῑότερον , ἀκμαῖος in full bloom adverbial comp ἀκμαῑότερον , ἀκμαῖος in full bloom masc acc comp sg ἀκμαῑότερον , ἀκμαῖος in full bloom neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαιοτάτων — ἀκμαῑοτάτων , ἀκμαῖος in full bloom fem gen superl pl ἀκμαῑοτάτων , ἀκμαῖος in full bloom masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαιοτέρα — ἀκμαῑοτέρᾱ , ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc/acc comp dual ἀκμαῑοτέρᾱ , ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)